έλλειμμα μάζας — Όρος που στη φυσική υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στη μάζα του πυρήνα και στη συνολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αυτός αποτελείται. Επειδή η μάζα του πυρήνα είναι μικρότερη από την ολική μάζα των πρωτονίων και των… … Dictionary of Greek
ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
δίδυμη γένεση — Φαινόμενο κατά το οποίο εξαφανίζεται ένα φωτόνιο κοντά σε έναν πυρήνα, που έχει μόνο καταλυτικό ρόλο, και δημιουργείται ταυτόχρονα ένα ζεύγος ποζιτρονίου και ηλεκτρονίου. Για να σχηματιστεί ένα μόνο σωμάτιο μη μηδενικής μάζας ηρεμίας από ένα… … Dictionary of Greek
υπερόνια — Στοιχειώδη σωμάτια τα οποία χαρακτηρίζονται από μια μάζα μεγαλύτερη από εκείνη του νουκλεονίου (πυρήνας) και από ένα μέσο χρόνο ζωής της τάξης μεγέθους μερικών δέκατων του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου (10 10 s) και επομένως μεγάλο σε… … Dictionary of Greek